Ώρος

Ώρος
Θεός των Aιγυπτίων με μορφή γερακιού, που λατρευόταν ποικιλοτρόπως σε διάφορες περιοχές της Αιγύπτου. Αρχικά ήταν μία ουράνια θεότητα, που είχε για μάτια τον Ήλιο και τη Σελήνη και οι πτέρυγές της άγγιζαν τα σύνορα της Γης. Η λατρεία του, η οποία γεννήθηκε πιθανόν στο δέλτα του Νείλου, διαδόθηκε στις αρχές των ιστορικών χρόνων σε ολόκληρη την Αίγυπτο, παραμερίζοντας ακόμη και προϋπάρχουσες τοπικές λατρείες. Δύο είναι οι κυριότερες υποστάσεις του Ώ.: στην πρώτη είναι αντίπαλος νικητής του Σηθ και προστάτης του βασιλείου, ενσαρκωμένος στη Γη από τον φαραώ· στη δεύτερη είναι οψιγενής γιος του Οσίριδος, που ανατράφηκε από τη μητέρα του Ίσιδα στα έλη του δέλτα του Νείλου και ονομαζόταν Ώρος - Παις (ο Αρποκράτης των Ελλήνων). O Ώρος προσφέρει θυσία? αιγυπτιακό ορειχάλκινο αγαλμάτιο της σαϊτικής περιόδου (Παρίσι, Μουσείο Λούβρο).
* * *
ο / Ὧρος, ΝΑ
μυθ. αιγυπτιακός θεός με μορφή γερακιού, τού οποίου τα μάτια ήταν ο ήλιος και η σελήνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ὦρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὦρος — sleep neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὧρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὧρος — a year masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ώρος — Θεός των Aιγυπτίων με μορφή γερακιού, που λατρευόταν ποικιλοτρόπως σε διάφορες περιοχές της Αιγύπτου. Αρχικά ήταν μία ουράνια θεότητα, που είχε για μάτια τον Ήλιο και τη Σελήνη και οι πτέρυγές της άγγιζαν τα σύνορα της Γης. Η λατρεία του, η οποία …   Dictionary of Greek

  • ὤρος — ἄρος , ἄρος use neut nom/voc/acc sg ἄρος , ἀρόω plough pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὤρος ὄρει οὐ μίγνυται, ἄνθρωπος δ’ἀνθρώπῳ. — См. Гора с горой не сходится, а человек с человеком сойдется …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δόκτωρ — ( ωρος και ορος) και δόκτορας και δόχτορας, ο (θηλ. δόκτωρ και δοκτορέσσα, η) 1. διδάκτορας 2. γιατρός, ντοτόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. docteur, αγγλ. doctor < λατ. doctor < docēre «διδάσκω»)] …   Dictionary of Greek

  • πέλωρ — ωρος, τὸ, Α (με κακή σημ.) (κυρίως για τους Κύκλωπες, τη Σκύλλα, τον Πύθωνα, τον Ήφαιστο, καθώς και για δελφίνι) κάθε έμψυχο ή άψυχο που έχει υπερφυσικό μέγεθος και γενικά όχι καλή σωματική διάπλαση, τέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέλωρ ανάγεται σε αρχαίο… …   Dictionary of Greek

  • πνευματοκλήτωρ — ωρος, ὁ, ἡ, ΝΜΑ αυτός που επικαλείται το Άγιο Πνεύμα για να τόν επιφοιτήσει, να τού προσφέρει τη χάρη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, ατος + κλήτωρ (< καλῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”